- ἀπορητικοί
- ἀπορητικόςinclined to doubtmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκεπτικός — ή, ό / σκεπτικός, ή, όν, ΝΑ, και σκεφτικός, ή, ό, θηλ. και ιά, Ν [σκέπτομαι / σκέφτομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκέψη ή στον σκεπτικισμό 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σκεπτικοί (φιλοσ.) φιλόσοφοι τής αρχαιότητας, όπως ο Πύρρων ο… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
απορητικός — ἀπορητικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει κλίση προς την απορία, την αμφιβολία 2. Ἀπορητικοί ή Ἀπορηματικοί οι Σκεπτικοί* φιλόσοφοι, οπαδοί του Πύρρωνος … Dictionary of Greek
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
απορητικός — ή, ό αυτός που κλίνει στην απορία, την αβεβαιότητα, την αμφιβολία: Οι οπαδοί του φιλόσοφου Πύρρωνα λέγονταν στην αρχαιότητα απορητικοί ή σκεπτικοί (σκεπτικιστές) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)